- συρρήγνυμι
- συρρήγνυμι (Hom. et al.; Jos., Bell. 1, 251; 3, 302; SibOr 2, 201) intr. (Hdt. et al.; Jos., Bell. 1, 364) dash (together) τινί upon someth. Lk 6:49 D.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
συρρήγνυμι — και συρρηγνύω ΜΑ [ῥήγνυμι / ῥηγνύω] 1. σπάζω κάτι με βίαιη σύγκρουση, συντρίβω («καὶ πρός τι τῶν βάθρων δρόμῳ φερόμενος συνέρρηξε τὴν κεφαλὴν ὡς ἀποθανούμενος», Πλούτ.) 2. παθ. συρρήγνυμαι και συρρηγνυομαι αρχίζω τη μάχη, συμπλέκομαι… … Dictionary of Greek
ρηγνύω — ῥηγνύω ΝΜΑ, και ῥήγνυμι ΜΑ 1. χαλώ τη συνοχή ενός σώματος, σχίζω, σπάζω, κομματιάζω, τέμνω (α. «ῥήξειν τὰ δεσμά», Λουκιαν. β. «πέπλους ῥήγνυσιν», Αισχύλ. γ. «γῆς ἀρότρους ῥήξας δάπεδον», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «ρηγνύω κραυγή» βγάζω δυνατή φωνή,… … Dictionary of Greek
σύρρηγμα — τὸ, Α [συρρήγνυμι] σύρραξη, σύγκρουση, συμπλοκή … Dictionary of Greek
σύρρηξις — ήξεως, ἡ, ΜΑ [συρρήγνυμι] μσν. ρήξη, διάρρηξη («σύρρηξις ἥπατος», Θεοφάν.) αρχ. 1. (για απόστημα) σπάσιμο σε κάποιο άλλο μέρος 2. σύρραξη, σύγκρουση … Dictionary of Greek